top of page

Ήταν κάποτε μια χώρα που την έλεγαν Γιουγκοσλαβία

Στις 24 Μαρτίου του 1999, το ΝΑΤΟ ξεκίνησε τη μεγάλη επίθεση εναντίον της Γιουγκοσλαβίας, μετά την ανεξαρτητοποίηση της Σλοβενίας, της Κροατίας, της Βοσνίας και της ΠΓΔΜ.


Οι ΝΑΤΟϊκοί βομβαρδισμοί είχαν ως αποτέλεσμα δεκάδες χιλιάδες θύματα, νεκρούς και τραυματίες, πολλά από τα οποία ήταν μικρά παιδιά και άμαχοι. Κατέστρεψαν νοσοκομεία, σχολεία, εργοστάσια, υποδομές, γέφυρες και δρόμους. Οι «έξυπνες» ΝΑΤΟϊκές βόμβες απεμπλουτισμένου ουρανίου μετέτρεψαν τη Γιουγκοσλαβία και ολόκληρα τα Βαλκάνια σε ραδιενεργό πεδίο βολής, με ανυπολόγιστες συνέπειες για την υγεία των λαών της περιοχής.


Κλείνοντας 22 χρόνια από κεινη τη θλιβερή επέτειο αποφασίσαμε στην εκπομπή «Μουσική στο Celluloid», να κάνουμε ένα κινηματογραφικό ταξίδι στην χώρα που δεν υπάρχει πια... την Γιουγκοσλαβία, αποτίοντας με τον δικό τους τρόπο ελάχιστο φόρο τιμής στα θύματα των ιμπεριαλιστικών αυτών επεμβάσεων.


Μπορείτε να ακούσετε την εκπομπή εδώ:


Ήταν 24 Μάρτη 1999, ώρα 19:45, όταν οι πρώτοι πύραυλοι τύπου Κρουζ εκτοξεύτηκαν από πολεμικά σκάφη του ΝΑΤΟ στην Αδριατική πλήττοντας αρχικά τα συστήματα αεράμυνας, στο Κόσοβο, στο Μαυροβούνιο και στη δυτική Σερβία. Η διαταγή για την έναρξη των βομβαρδισμών δόθηκε στον στρατηγό Γουέσλι Κλαρκ, διοικητή των Νατοϊκών δυνάμεων, από τον τότε Γ. Γ. του ΝΑΤΟ, τον Ισπανό Χαβιέ Σολάνα.



Ήταν 24 Μάρτη 1999, ώρα 19:45, όταν άρχιζε το μακελειό που κράτησε 78 μέρες. Ήταν η αρχή του τέλους για την Γιουγκοσλαβία. Μια χώρα που ο λαός της όρθωσε το ανάστημά του στις μεραρχίες του Χίτλερ, δεν υπάρχει πια. Τη διέλυσε το ΝΑΤΟ σε συνεργασία με την ΕΕ.


Ήταν 24 Μάρτη 1999, ώρα 19:45, όταν οι χειροκροτητές της θηριωδίας των χιλιάδων νεκρών, των «παράπλευρων απωλειών», των ΝΑΤΟικών «λαθών», των εκτελέσεων αμάχων, του βομβαρδισμού νοσοκομείων, σχολείων, ΜΜΕ και νεκροταφείων (!), αυτοί που κόβουν και ράβουν στα μέτρα τους το Διεθνές Δίκαιο, υποστήριζαν ότι τα αμερικανικά «Στελθ» αποτελούσαν προάγγελο της «δημοκρατίας» και της «ειρήνης» στα Βαλκάνια και τον κόσμο.


Η επίθεση κατά της Σερβίας από το ΝΑΤΟ, από την πιο ισχυρή στρατιωτική δύναμη στον κόσμο, συνέπεσε με τον εορτασμό της επετείου των 50 χρόνων από την ίδρυση της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, ως «δώρο» και «επίδειξη δύναμης» ταυτόχρονα σε βάρος μιας μικρής βαλκανικής χώρας κι ενός λαού, που είχε δαιμονοποιηθεί κατά τη δεκαετία του 1990 από τα Media της Δύσης. Ο τυπικός στόχος που ήταν η ανατροπή του καθεστώτος Μιλόσεβιτς και η προστασία των Αλβανοκοσοβάρων από το ενδεχόμενο εθνοκάθαρσης δεν έπεισε πολλούς, καθώς οι «παράπλευρες απώλειας» ανάμεσα σε αμάχους πολίτες ήταν περισσότεροι από ότι ανάμεσα στους στρατιωτικούς.



Οι βομβαρδισμοί στη Γιουγκοσλαβία, βρήκαν την Ελλάδα με κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ και Κώστα Σημίτη. Ο «εκσυγχρονισμός» ήταν στα φόρτε του, λίγα χρόνια πριν την Ολυμπιάδα και με το όραμα της βαλκανικής διείσδυσης να είναι ακόμα ενεργό. Η Ελλάδα, λόγω των παραδοσιακών της δεσμών με τη Σερβία, χρησιμοποιήθηκε σαν ένας βολικός ενδιάμεσος από το ΝΑΤΟ. Η ελληνική κυβέρνηση δεν έβαλε κανένα εμπόδιο στους πολεμικούς σχεδιασμούς στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. Η τεράστια αντίδραση του ελληνικού λαού δεν επέτρεψε την ακόμα πιο ενεργή εμπλοκή της, αλλά τα λιμάνια, ειδικά αυτό της Θεσσαλονίκης, οι υποδομές της χώρας, πολεμικά πλοία, και φυσικά οι στρατιωτικές βάσεις, εντάχθηκαν πλήρως στους πολεμικούς σχεδιασμούς.


Στο κινηματογραφικό μας αυτό ταξίδι στην Γιουγκοσλαβία, ποιος ο πιο κατάλληλος για συνοδυπόρος απ’τον Εμίρ Κουστουρίτσα, πάντα υπό την μουσική συνοδεία του στενού του συνεργάτη και φίλου Γκοραν Μπρεγκοβιτς.



Ο Βοσνιοσέρβος σκηνοθέτης Εμίρ Κουστουρίτσα είναι ένας από τους κορυφαίους ευρωπαίους κινηματογραφιστές, που αναδύθηκαν την δεκαετία του ’80. Οι ταινίες του στο σουρεαλιστικό ύφος ενός λαϊκού πανηγυριού αναδεικνύουν την συμπάθειά του σε ανθρώπους που κινούνται στο περιθώριο της κοινωνίας, ενώ παράλληλα αποδίδουν την παράνοια της Γιουγκοσλαβίας πριν από την διάλυσή της.


Ο Εμίρ Κουστουρίτσα γεννήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1954 στο Σαράγεβο της τότε Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, που αποτελούσε ομοσπονδιακό τμήμα της Γιουγκοσλαβίας.

Ο Εμίρ Κουστουρίτσα σπούδασε κινηματογράφο στην σχολή FAMU της Πράγας και αρκετά νωρίς έδειξε τις δυνατότητες και το ταλέντο του, όταν η σπουδαστική ταινία του «Γκουέρνικα», βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Κάρλοβι Βάρι.


Ξεκίνησε την επαγγελματική του πορεία ως σκηνοθέτης στην τηλεόραση του Σαράγεβο. Το 1978 σκηνοθέτησε την τηλεταινία «Έρχονται οι νύφες», που δημιούργησε αρκετό θόρυβο για τις ερωτικές της σκηνές και τον επόμενο χρόνο την τηλεταινία «Καφέ Τιτανικός», μια διασκευή του ομώνυμου διηγήματος του νομπελίστα συγγραφέα Ίβο Άντριτς, τα έργα του οποίου αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τον σκηνοθέτη.



Το 1981 εισήλθε δυναμικά στο ευρωπαϊκό κινηματογραφικό στερέωμα με το οικογενειακό δράμα «Θυμάσαι την Ντόλι Μπελ;», που αφηγείται την ιστορία μιας φτωχής οικογένειας που καταδυναστεύεται από ένα αυταρχικό πατέρα με φόντο την δεκαετία του ’60. Η ποιητική και νοσταλγική ταινία του νεαρού σκηνοθέτη, σε σενάριο του Βόσνιου συγγραφέα Αμπντουλάχ Σιντράν, απέσπασε τον «Χρυσό Λέοντα» του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας.

Το 1985, ο Κουστουρίτσα ξανασυνεργάστηκε με τον Σιντράν στην ταινία «Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές», που ανατρέχει στην δεκαετία του ’50 για να μας παρουσιάσει την εισβολή της πολιτικής στην ζωή ενός μικρού παιδιού. Η ταινία απέσπασε τον «Χρυσό Φοίνικα» του Φεστιβάλ των Κανών και ήταν υποψήφια για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας.


Ο «Καιρός των Τσιγγάνων» (1989) είναι η πιο πολυσυζητημένη και δημοφιλής ταινία του Κουστουρίτσα. Ο σκηνοθέτης παρακολουθεί με συμπάθεια τη ζωή και τα έθιμα των τσιγγάνων, περιγράφοντας τσιγγάνικες γιορτές, μεθύσια και γκροτέσκους λαϊκούς τύπους Φιλοδοξία του ήταν να στήσει έναν πλατύ πίνακα της παράνοιας της Γιουγκοσλαβίας, μέσα από μια ιστορία τσιγγάνικης βεντέτας. Ο Κουστουρίτσα κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών και καθιερώθηκε ως ένας σημαντικός σκηνοθέτης που παραλληλίστηκε με τον Φεντερίκο Φελίνι και τον Λουίς Μπουνιουέλ. Το σάουντρακ της ταινίας γνώρισε μεγάλη επιτυχία και σηματοδότησε την διεθνή καριέρα του Γκόραν Μπρέγκοβιτς.



Το 1990 αποδέχθηκε την πρόσκληση του Μίλος Φόρμαν να αναλάβει τη θέση του ως καθηγητής στο τμήμα κινηματογράφου του πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Τρία χρόνια αργότερα σκηνοθέτησε την πρώτη του αγγλόφωνη ταινία «Arizona Dream» με πρωταγωνιστές τους Τζόνι Ντεπ, Φέι Νταναγουέι και Τζέρι Λιούις. Θεωρείται ως η πιο αδύνατη ταινία του, καθότι το δημιουργικό του πνεύμα και η αχαλίνωτη φαντασία του δεν μπόρεσαν να χωρέσουν στα καλούπια του Χόλιγουντ. Θαυμάζεται όμως για ορισμένες εκπληκτικές σκηνές της, αλλά και για τo σάουντρακ της ταινίας που υπογράφουν ο Γκόραν Μπρέγκοβιτς και ο Ίγκι Ποπ («In the Death car»). Παρ όλα αυτά το «Arizona Dream» κέρδισε την «Αργυρή Άρκτο» του Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου.


Το 1995 ο Κουστουρίτσα επανήλθε στην Ευρώπη και το γνώριμο ύφος του με την ταινία «Underground», μια παραβολή για την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, που περιλαμβάνει την αξιομνημόνευτη σκηνή του βομβαρδισμού του ζωολογικού κήπου του Βελιγραδίου από τους Γερμανούς το 1941.


Το 1941 οι Γερμανοί βομβαρδίζουν το Βελιγράδι και οι έντρομοι κάτοικοι του κρύβονται στα καταφύγια. Μια ομάδα από αυτούς, θα παραμείνουν στο καταφύγιο τους και μετά την αποχώρηση των Γερμανών. Όταν τελικά ανέβουν στην επιφάνεια, θα βρεθούν στην δίνη ενός άλλου πολέμου. Αυτή τη φορά ο πόλεμος είναι εμφύλιος και οι «κακοί» δεν είναι αυτοί που ήταν κάποτε...

Το τέλος μιας χώρας, οι αυταπάτες μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου, η αγωνία ενός δημιουργού για την πατρίδα που έπαψε να υπάρχει: ο Εμίρ Κουστουρίτσα σκηνοθετεί ένα προσωπικό δράμα, αυτό της χαμένης του πατρίδας. Μεροληπτικός και άμεσος, πολιτικός και λυρικός, συχνά διχάζεται ανάμεσα στο εξομολογητικό τόνο (απόρροια των προσωπικών του συναισθημάτων) και την πληθωρικότητα του σκηνοθετικού του ύφους.

Η μουσική του Γκόραν Μπρέγκοβιτς ειναι ένα καθοριστικό στοιχείο που προσδίδει ζωτικότητα και ενέργεια στις εικόνες της ταινίας. Η ταινία κέρδισε το «Χρυσό Φοίνικα» του Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών για δεύτερη φορά.



Τρία χρόνια αργότερα (1998) επανήλθε στον κόσμο των τσιγγάνων με την κωμωδία «Μαύρη γάτα, άσπρος γάτος» που τιμήθηκε με τον «Αργυρό Λέοντα» του Φεστιβάλ της Βενετίας.


Το πιο έξω καρδιά φιλμ ενός δημιουργού που ξέρει αν μη τι άλλο να φτιάχνει γλέντια και φιέστες παραμένει μια ακραιφνής γιορτή της ανθρωπιάς. Αναμφίβολα το πιο θορυβώδες και καρναβαλικό έργο του, ο «Αργυρός Λέοντας» στη Βενετία εκείνης της χρονιάς έφερε τους πάντες να ουρλιάζουν από χαρά και φόβο, ταβάνια να γκρεμίζονται και χάλκινα να σέρνονται ακόμα και μέσα σε νοσοκομεία. Ο Κουστουρίτσα γίνεται εδώ όσο πιο πληθωρικός και αφηνιασμένος παίρνει. Ίσως και ακόμα περισσότερο.


Κομπίνες, προδοσίες, βαρόνοι ναρκωτικών, χάος και ανομία συναπαρτίζουν αυτό το ανίερο πανηγύρι για μια κοινωνία που αναζητά ματαίως τρόπους να επανέλθει στη φυσιολογική καθημερινότητα. Καυστικό χιούμορ, μεθυστική τσιγγάνικη μουσική, ξεκαρδιστικά γραφικές μορφές και μια επιφανειακή ανεμελιά που σε ρουφά στον κόσμο της. Μη παρασύρεσαι όμως, το δάκρυ καραδοκεί πίσω από το γέλιο…



Από το 2000 και μετά γύρισε μόνο τρεις ταινίες μεγάλου μήκους, οι οποίες δεν προσθέτουν κάτι σημαντικό στο ήδη σπουδαίο έργο του: «Η ζωή είναι ένα θαύμα» (2004), «Οι 3 υποσχέσεις» (2007) και το πολεμικό δράμα «On the Milky Road» (2016) με πρωταγωνίστρια τη Μόνικα Μπελούτσι. Την ίδια περίοδο γύρισε τα ντοκιμαντέρ «Super 8 Stories» (2001) για την ροκ μπάντα του «No Smoking Orchestra», «Maradona» (2008) για τον αργεντίνο σούπερσταρ της μπάλας Ντιέγο Μαραντόνα και «El Pepe: A Supreme Life» (2018) για τον ουρουγουανό πολιτικό Χοσέ Μουχίκα. Επίσης συμμετείχε στις σπονδυλωτές ταινίες: «All the Invisible Children» (2005) και «Κουβέντες με τους Θεούς» (2014).



Ο Κουστουρίτσα εκτός από τις δικές του έχει εμφανισθεί ως ηθοποιός και σε δημιουργίες άλλων σκηνοθετών, στις οποίες περιλαμβάνονται οι ταινίες: «Ο δήμιος του Σαν Πιέρ» του Πατρίς Λεκόντ (2000), «Ο καλός κλέφτης» του Νιλ Τζόρνταν (2002) και «Νικόστρατος: Ένα ξεχωριστό καλοκαίρι» του Ολιβιέ Ορλέ, που γυρίστηκε στη Σίφνο και τη Μήλο.


Παράλληλα, εδώ και χρόνια κάνει μια δεύτερη καριέρα ως μουσικός. Ξεκίνησε ως μπασίστας σε διάφορα ροκ γκρουπ της πατρίδας του και αργότερα σχημάτισε το δικό του συγκρότημα «No Smoking Orchestra». Το 2007, παρουσίασε στο Παρίσι την πανκ όπερα «Ο καιρός των τσιγγάνων», που βασίζεται στην ομώνυμη ταινία του.


Ο Εμίρ Κουστουρίτσα χαρακτηρίστηκε όχι άδικα ως «ο παραμυθάς των Βαλκανίων». Δημιούργησε ταινίες με γλυκόπικρη γεύση. Σκιαγράφησε με ακρίβεια το αναρχικό πνεύμα των Βαλκανίων. Το σκληρό και τραγικό πρόσωπο που διαμορφώθηκε μέσα από πολέμους, συγκρούσεις, πολιτικές αναταραχές, αδελφοκτονίες. Aποθέωσε τους ανυπότακτους, τη ρίξη με τον εφησυχασμό και την υλική ευδαιμονία.



Ο Κουστουρίτσα μέσω της οικουμενικής του οπτικής, χωρίς να είναι μοιρολάτρης, έσκυψε πάνω στους ανθρώπους που είναι διαφορετικοί, που η μοίρα και η ιστορία τους μεταμόρφωσε σε τραγικές φιγούρες. Το μήνυμα των ταινιών του ήταν πάντα η ειρηνική συνύπαρξη των λαών σε ένα και μοναδικό σπίτι, τη γη.


Αδελφοκτονία – Ξεριζωμός – Απώλεια: Αποτελούν τον πυρήνα αρκετών ταινιών του. Οι εικόνες του, πότε με μυθοπλαστικά στοιχεία και πότε με ωμότητα και σκληρότητα, θυμίζουν το ύφος του νεο-ρεαλισμού και περιγράφουν τα Βαλκανικά πάθη μέσα στο πέρασμα του χρόνου.


Οι ταινίες του αποτελούν μια διαχρονική και συγκλονιστική μαρτυρία που αφηγείται σκληρές αλήθειες αρκετά ενοχλητικές για πολλούς. Το πολιτικά σχόλια είναι διάσπαρτα μέσα στο έργο του. Με άρτιο τρόπο δημιούργησε ένα πλουραλιστικό έργο με μαύρες κωμωδίες, αντιπολεμικά έπη με ήρωες που ξοδεύονται μέσα σε αδυναμίες, πάθη, δοκιμασίες και απώλειες.


«Όλες οι ταινίες μου γεννήθηκαν μέσα από την αμφιβολία, ειδάλλως θα ήμουν τώρα στην Αμερική κάνοντας ταινίες για το box office. Αλλά η πίστη μου ότι θα υπάρχει πάντα διαφορά ανάμεσα στις ταινίες και τα χάμπουργκερ με ωθεί στο να συνεχίσω να ζω εδώ», έλεγε χαρακτηριστικά.


Με τη τολμηρή σκηνοθετική του ματιά βούτηξε μέσα στη ψυχοσύνθεση του Βαλκάνιου που ζει τη ζωή του σαν γλέντι έξαλλο, τόσο προκλητικό που μοιάζει με κάλεσμα στο θάνατο. Κάθε ταινία του μοιάζει με μια Διονυσιακή γιορτή, γεμάτη συμβολισμούς.


Με μεγάλες δόσεις μαύρου χιούμορ και σάτιρας ο Κουστουρίτσα σκιαγράφησε σκηνοθετικά το ψυχισμό του Βαλκάνιου που προσπαθεί να ξορκίσει τον πόνο της απώλειας, της προσωπικής συντριβής, τον φόβο θανάτου μέσα από μια στάση ζωής που αγγίζει τα όρια της υπομανίας με την περιπλάνηση, τη μουσική τη διονυσιακή αισθητική, τον θόρυβο, τον ακραίο ερωτισμό που δεν οδηγεί πουθενά αλλά σε κάνει να νιώθεις ζωντανός. Το ωραίο και άπιαστο είναι αυτό που κυνηγούν οι ήρωές του ανάμεσα σε οδοιπορικά, όνειρα, ζωή, θάνατο και μύθο.


Ολοκληρώνουμε αυτό το αφιέρωμα με τα λόγια του ίδιου από την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Κι εγώ πού είμαι σ΄ αυτή την ιστορία;».


«Ανήκω σ’ αυτούς που θεωρούν τη λήθη παράγοντα επιβίωσης, αλλά αρνούµαι να υποκύψω στις σηµερινές τάσεις προς τη λήθη. Οι ντελάληδες του φιλελεύθερου καπιταλισµού µάς κάλεσαν να κόψουµε κάθε δεσµό µε την κουλτούρα και την ταυτότητά µας, για να αφεθούµε να παρασυρθούµε από τη δίνη της τεχνολογικής επανάστασης, που υποτίθεται ότι κατευθύνει την εξέλιξη του πεπρωµένου µας και κάνει την αγορά ρυθµιστή των ζωτικών λειτουργιών µας. Αυτή η αλαζονική αξίωση ξύπνησε µέσα µου την επιθυµία να εξυγιάνω τους λογαριασµούς µου µε τη µνήµη, αλλά και να τους τακτοποιήσω µε τη λήθη...»


Παρακάτω μπορείτε να βρείτε τις προηγούμενες εκπομπες μας:

Μέχρι την επόμενη φορά να περνάτε καλά και να βλέπετε ταινίες…



Πηγές:


138 views0 comments
  • Facebook
  • Instagram
  • SoundCloud
bottom of page