Κινηματογραφιστές από όλο τον κόσμο καταγγέλλουν την απόφαση δικαστηρίου του Ισραήλ να απαγορεύσει την προβολή και διανομή του ντοκιμαντέρ «Τζενίν, Τζενίν», ζητώντας την άρση της απαγόρευσης.
Ο πολυβραβευμένος σκηνοθέτης Μοχάμαντ Μπακρί ονόμασε την ταινία του «Τζενίν, Τζενίν» από το κάλεσμα των Παλαιστίνιων οδηγών ταξί στους περαστικούς στα ισραηλινά σημεία ελέγχου. Ασχολείται με την εισβολή των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων (IDF), τον Απρίλιο του 2002 κατά τη διάρκεια της δεύτερης Ιντιφάντα, στον Παλαιστινιακό καταυλισμό προσφύγων στο Τζενίν της Δυτικής Όχθης. Ο δηλωμένος στόχος του Ισραήλ ήταν «ο καθαρισμός γνωστών περιοχών που υποθάλπουν τρομοκράτες».
Ο προσφυγικός καταυλισμός τέθηκε σε απαγόρευση εισόδου, εξόδου και κυκλοφορίας. Δημοσιογράφοι, ιατρικό προσωπικό και μέλη οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν μπορούσαν να πλησιάσουν την περιοχή. Ο τότε πρωθυπουργός του Ισραήλ ήταν ο Αριέλ Σαρόν. Ως υπουργός Άμυνας είχε κριθεί υπεύθυνος για τη σφαγή των Παλαιστινίων στα στρατόπεδα προσφύγων στη Σάμπρα και τη Σατίλα στον Λίβανο τον Σεπτέμβριο του 1982.
Οι ισραηλινές δυνάμεις σκότωσαν τουλάχιστον 52 Παλαιστίνιους στο Τζενίν. Ανάμεσά τους ήταν γυναίκες, ηλικιωμένοι και παιδιά. Κατέστρεψαν 150 κτίρια, αφήνοντας 450 οικογένειες άστεγες.
Ο Μπακρί μπήκε στον καταυλισμό πριν από τη λήξη της απαγόρευσης κυκλοφορίας και πήρε συνέντευξη από δεκάδες μάρτυρες, καταγράφοντας με τη φωτογραφική του μηχανή τον θάνατο και την καταστροφή που διαπράχθηκαν από τις ισραηλινές δυνάμεις.
Μπορείτε να δείτε το ντοκιμαντέρ «Τζενίν, Τζενίν» σε αυτόν τον σύνδεσμο, όπως και στο Vimeo.
Μεταξύ εκείνων που υποστηρίζουν τον Μπακρί είναι Βρετανοί σκηνοθέτες Κεν Λόουτς και Ασίφ Καπαντιά, ο Φινλανδός σεναριογράφος και σκηνοθέτης Άκι Καουρισμάκι, οι Παλαιστίνιοι σκηνοθέτες Μικέλ Κλεϊφί και Ανμαρί Τζασίρ και ο Ισραηλινός σκηνοθέτης Εγιάλ Σιβάν. Το Ινστιτούτο Κινηματογράφου της Παλαιστίνης ξεκίνησε μια ηλεκτρονική έκκληση που καλεί το ισραηλινό κράτος να άρει την απαγόρευση προβολής της ταινίας.
Η ταινία έχει υποστεί αγωγές και λογοκρισία από την κυκλοφορία της πριν από 18 χρόνια. Το 2016, ο Νισίμ Μεγκνάγκι, ένας Ισραηλινός στρατιώτης που εμφανίζεται σε αρχειακό υλικό στην ταινία μαζί με δύο άλλους στρατιώτες για λίγα δευτερόλεπτα και δεν κατονομάζεται, υπέβαλε αγωγή δυσφήμισης. Ισχυρίστηκε ότι κατηγορήθηκε στην ταινία για κλοπή χρημάτων από έναν ηλικιωμένο Παλαιστίνιο άνδρα, έναν ισχυρισμό που αρνήθηκε. Υποστήριξε ότι «το καλό του όνομα έχει πληγεί, η τιμή του έχει διαβληθεί» και ότι η ταινία κατακρεούργησε τα προφίλ των Ισραηλινών στρατιωτών παρουσιάζοντάς τους ως εγκληματίες πολέμου.
Ο Μπακρί αρνήθηκε ότι η ταινία του εξαπέλυε οποιαδήποτε κατηγορία εναντίον του Μεγκνάγκι. Συγκεκριμένα είπε: «Η κάμερα έδειξε τον ενάγοντα για λίγα δευτερόλεπτα και δεν μπορεί να ταυτιστεί ως το πρόσωπο πίσω από τις πράξεις που περιγράφονται στην ταινία». Θεωρεί ότι ο σκοπός της αγωγής ήταν η δίωξη και η πολιτική φίμωση.
Την περασμένη εβδομάδα, ο δικαστής του περιφερειακού δικαστηρίου του Λοντ, Χαλίτ Σιλάς αποφάσισε υπέρ του Μεγκνάγκι, διατάζοντας τον Μπακρί να πληρώσει περισσότερα από 50.000 $ στον Mεγκνάγκι και άλλα 15.000 $ σε δικαστικά τέλη. Είπε ότι ο Mεγκνάγκι «στάλθηκε για να υπερασπιστεί τη χώρα του και βρέθηκε κατηγορούμενος για έγκλημα που δεν διέπραξε» και ότι ορισμένες από τις δηλώσεις της ταινίας ήταν αναληθείς. Ο Σιλάς διέταξε την απαγόρευση της προβολής της ταινίας στο Ισραήλ και τη δήμευση των 24 αντιγράφων της ταινίας.
Ανακοινώνοντας την πρόθεσή του να ασκήσει έφεση, ο Μπακρί είπε ότι η απόφαση ήταν «άδικη» και ότι ο δικαστής ενήργησε με οδηγίες «από ψηλά».
Ο Μπακρί αναφέρει: «Είμαι 66 ετών. Έχω αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου αγωνιζόμενος για μια καλύτερη ζωή για όλους. Έχω πει τις ιστορίες των καταπιεσμένων – των Αρμενίων, των Κούρδων, των Ιταλών, των Εβραίων και του Ολοκαυτώματος και των Παλαιστινίων. Δεν μου μένει πολύς χρόνος. Ο χρόνος είναι σύντομος και η δουλειά είναι μεγάλη, ο κορονοϊός εξαπλώνεται, η φαντασμένη δεξιά κυβερνά τον κόσμο και προσπάθησε να μας βγάλει από το δρόμο μας. Άρα αν όχι τώρα, πότε;»
Η παραβίαση της ελευθερίας έκφρασης του Μπακρί από το δικαστήριο αποτελεί μέρος των ευρύτερων επιθέσεων του Ισραήλ σε πολιτιστικές προσπάθειες για την απεικόνιση της πραγματικότητας της παλαιστινιακής ζωής. Η χρηματοδότηση για το παλαιστινιακό πολιτιστικό και καλλιτεχνικό έργο είναι πενιχρή. Αν και οι Παλαιστίνιοι αποτελούν το 20% του πληθυσμού του Ισραήλ, λαμβάνουν μόλις το 3% του προϋπολογισμού για τον πολιτισμό. Το Ίδρυμα Τεχνών Ραμπίνοβιτς, ένα από τα μεγαλύτερα κινηματογραφικά ταμεία στο Ισραήλ, εξαρτά τη χρηματοδότηση από την υπογραφή μιας «δήλωσης πίστης» στο Ισραήλ.
Πηγή: Jean Shaoul – wsws.org Μετάφραση-επιμέλεια: Δήμητρα Μπέη (info-war.gr)
Πολύ ενδιαφέρον!