Συμπληρώνονται σήμερα 54 χρόνια από την μεγάλη συναυλία του Μάνου Λοΐζου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, όπου παρουσιάζει για πρωτη φορά τα «Νέγρικα Τραγούδια» στις 20/02/1967.
Ο συνθέτης και τραγουδοποιός Μάνος Λοΐζος (1937-1982), ένας άνθρωπος που έγραψε μερικά από τα πιο σημαντικά και πιο ωραία ελληνικά τραγούδια, από την δεκαετία του '60 και μετά. Ήταν μόλις 45 ετών, όταν έφυγε από τη ζωή το 1982.
Εξαιρετικός μελωδός, καίριος στιχουργός, απολύτως πειστικός, σχεδόν σπαραχτικός ως τραγουδιστής (όποτε αποφάσιζε να πει ο ίδιος τα τραγούδια του), μ' ένα τελείως ανοιχτό πνεύμα όσον αφορά στις ενορχηστρώσεις του – ίσως το πιο ανοιχτό της γενιάς του, μαζί με τον Σταύρο Ξαρχάκο.
Τα τραγούδια του Μάνου Λοΐζου δεν είναι απλώς πασίγνωστα σε όλους μας είναι και αθάνατα, καθότι συνεχώς θα ακούγονται, πάντα και παντού, χωρίς ποτέ να χάνουν την αξία τους.
Μέσα σ' αυτά, μέσα σ' αυτούς τούς όχι και τόσο πολλούς μεγάλους δίσκους του, υπάρχουν και «Τα Νέγρικα», ένας κύκλος τραγουδιών πολύ ιδιαίτερης και ξεχωριστής σημασίας.
O Μάνος Λοΐζος λοιπόν τι το απίστευτο, ρηξικέλευθο και επαναστατικό κάνει εκείνη την εποχή; Ενώνει σ' ένα σώμα, για πρώτη φορά στον τόπο μας, το έντεχνο λαϊκό τραγούδι με το ροκ!
Αρκετοί έχουμε ακούσει για την προδικτατορική περιπέτεια των «Νέγρικων», ενός μουσικού έργου του Μάνου Λοΐζου σε στίχους Γιάννη Νεγρεπόντη (1930-1991), που εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση (Δεκέμβριος 1975), αλλά εδώ θα γράψουμε και κάποιες λεπτομέρειες, όχι και τόσο γνωστές.
Πότε είχαν παρουσιαστεί για πρώτη φορά «Τα Νέγρικα»;
Στο βιβλίο Μάνος Λοΐζος / απ' τη μνήμη στην καρδιά (2012) των εκδόσεων Μετρονόμος (σε επιμέλεια Θανάση Συλιβού) καταγράφεται μια συνέντευξη του Μάνου Λοΐζου στον Δημήτρη Γκιώνη, για την τότε εφημερίδα της αριστεράς Δημοκρατική Αλλαγή (Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 1966).
Στην αρχή ο Δ. Γκιώνης γράφει:
«Όταν την περασμένη Δευτέρα το βράδυ άνοιξε η αυλαία του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιώς, το κοινό που είχε κατακλύσει την πλατεία και τους εξώστες τα 'χασε: ορχήστρα γε-γε σε λαϊκή συναυλία; Μήπως είχε γίνει λάθος; (σ.σ. Είναι λογικό να υποθέσουμε πως η «περασμένη Δευτέρα» πρέπει να ήταν η 19η Δεκεμβρίου και όχι η 26η, επειδή η ύλη για το φύλλο της Τρίτης 27 Δεκεμβρίου είχε παραδοθεί νωρίτερα). Απορία, έκπληξη, και σε μερικούς μικρό σοκ. Ώσπου εμφανίζεται ο Μάνος Λοΐζος με τη Μαρία Φαραντούρη και τον Γιώργο Ζωγράφο και αρχίζει η εκτέλεση της νέας σειράς τραγουδιών του συνθέτη Νέγρικα, πάνω σε 10 ποιήματα του Γιάννη Νεγρεπόντη. Τα πρώτα συναισθήματα διαδέχτηκε μια γενική ικανοποίηση που δεν άργησε να γίνει ενθουσιασμός. Παρουσιασμένα σ' ένα ιδανικό ζευγάρωμα, τα θετικά στοιχεία των δύο αντιμαχομένων μέχρι τότε παρατάξεων –λαϊκών συνθετών και γε-γε– δημιούργησαν ένα σύνολο που ασφαλώς ανοίγει καινούργιους δρόμους».
Ο Δ. Γκιώνης το έθετε σωστά. Στα μέσα του '60 οι δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις του τραγουδιού μας, ήταν το λαϊκό τραγούδι από τη μια μεριά, κυρίως αυτό που σήμερα ονομάζουμε «έντεχνο» και το μοντέρνο τραγούδι από την άλλη, αυτό που τότε το έλεγαν ποπ, και που σήμερα θα μπορούσε να το αποκαλέσουμε ακόμη και ροκ, το δυτικότροπο τέλος πάντων, το αμερικανόφερτο σε κάθε περίπτωση τραγούδι.
Αυτός ο διαχωρισμός δεν λειτουργούσε μόνο στο αισθητικό επίπεδο, αλλά λειτουργούσε και στο πολιτικό-κοινωνικό. Καθότι το «έντεχνο» ήταν το τραγούδι με το οποίο εκφραζόταν η αριστερά της εποχής, χοντρικώς, μέσω των συνθετών της Μίκη Θεοδωράκη, Χρήστου Λεοντή, Μάνου Λοΐζου κ.ά. (ακόμη και τα τραγούδια του Σταύρου Ξαρχάκου σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου εξέφραζαν τις ίδιες λαϊκές αγωνίες του φτωχού και κυνηγημένου Έλληνα), ενώ το «μοντέρνο» (ελληνικό ή ξένο) ήταν το τραγούδι της νεολαίας, στο οποίο θα κολλάγαμε την ταμπέλα του «δεξιού», όχι γιατί ήταν αμερικανόφερτο σώνει και καλά, αλλά γιατί τότε, στη χώρα, το διαχειριζόταν η δεξιά και η ακροδεξιά, αποκόβοντας όλα τα προοδευτικά χαρακτηριστικά του (όταν άρχιζε να αποκτά τέτοια, μέσω του Bob Dylan και άλλων, μετά τις αρχές του '65).
Ένα μόνο θα πούμε, τώρα, εδώ. Ο Θανάσης Τσόγκας, ο εκδότης του πιο γνωστού και πιο παρεμβατικού μοντέρνου μουσικού περιοδικού της εποχής, των Μοντέρνων Ρυθμών, είχε μακρά θητεία στον αντικομμουνισμό, που ξεκινούσε από τα πρώτα εμφυλιοπολεμικά χρόνια, γράφοντας σε ακροδεξιά περιοδικά κατάπτυστα κείμενα του τύπου «Μακρόνησος: Η εθνική κολυμβήθρα του Σιλωάμ / εκεί που τα παραπλανημένα Ελληνόπουλα ξαναβρίσκουν τον δρόμον της τιμής» (Στρατιωτική και Ναυτική Ηχώ, όργανον εθνικής κρατικής & κοινωνικής αναδημιουργίας, τεύχος 33, Ιούνιος 1948).
Φυσικά, όταν δόθηκε η ευκαιρία στον Τσόγκα, όταν ετέθη τέτοιο θέμα, να γλείψει το στρατιωτικό καθεστώς της 21ης Απριλίου, δεν παρέλειψε να θυμηθεί το εθνικιστικό παρελθόν του, προβάλλοντας ασμένως απίστευτα λογύδρια και μέσα από τους απολίτικους δήθεν Μοντέρνους Ρυθμούς. Διαβάστε:
«Ο κόσμος των τηναίητζερς, επαναλαμβάνουμε, ουδεμία σχέσι έχει με τον κόσμο των ακούρευτων Μπήτνικς και τους τέντυ μπόυς. Είναι γνήσια Ελληνόπουλα που θέλουν να νοιώσουν την χαρά της ζωής και ξέρουν ότι τώρα που ανέλαβε την διακυβέρνησι της χώρας μας ο Εθνικός μας Στρατός και υπάρχει η Εθνική Κυβέρνησι της 21ης Απριλίου, θα δημιουργηθή και το αληθινό χαρούμενο Ελληνικό τραγούδι, που θα το αγαπήσουν όσο αγαπούν την όμορφη γαλανή Πατρίδα μας, την αιωνία Ελλάδα».
(Μοντέρνοι Ρυθμοί, #80, 10 Μαΐου 1967)
O Μάνος Λοΐζος λοιπόν τι το απίστευτο, ρηξικέλευθο και επαναστατικό κάνει εκείνη την εποχή; Ενώνει σ' ένα σώμα, για πρώτη φορά στον τόπο μας, το έντεχνο λαϊκό τραγούδι με το ροκ!
Αδιαφορεί δηλαδή για το γεγονός πως το μοντέρνο τραγούδι το είχε επ' ώμου η δεξιά, ως ένα δυτικό προϊόν του «ελεύθερου κόσμου», που μας ερχόταν πεσκέσι μέσω του θείου-Σαμ και που έπρεπε με κάθε τρόπο να διαδοθεί στη νεολαία (όπως και συνέβη μέσα από την αμερικάνικη στρατιωτική μηχανή, τις ταινίες, το ραδιόφωνο, τους δίσκους κ.λπ.), αποφασίζοντας (ο Λοΐζος) να το εκμεταλλευθεί, με τη σωστότερη των εννοιών, καθώς μ' αυτό διασκέδαζε, χόρευε και εκστασιαζόταν η νεολαία, φορτώνοντάς το με προοδευτικά μηνύματα!
Όπως είχε πει και ο ίδιος σ' εκείνη την συνέντευξή του στην Δημοκρατική Αλλαγή:
«Για μένα η μουσική είναι μέσον. Τα εκφραστικά μέσα πηγάζουν από αυτό που θέλω να πω. Στη συγκεκριμένη περίπτωση των 'Νέγρικων' χρησιμοποίησα για πρώτη φορά ηλεκτρικές κιθάρες και όργανο στην ορχήστρα μου, όπως και ρυθμό σέικ, μποστέλα κ.ά. Για μένα το φαινόμενο γε-γε είναι φαινόμενο που καθρεφτίζει την εποχή μας. Το σέικ δεν έχει καμμιά σχέση με το τσα-τσα ή το μάμπο – ρυθμούς μάλλον αισθησιακούς. Οι σύγχρονοι ρυθμοί (σέικ) είναι ρυθμοί διαμαρτυρίας, μοναξιάς και αυτοβασανισμού. Και η ποίηση των 'Νέγρικων' με οδήγησε σ' αυτούς γιατί τα θέματά τους μιλάνε για αδικία και εκμετάλλευση – προβλήματα που έχουν απήχηση σε όλο τον κόσμο. Δεν επεδίωξα να κάνω σέικ. Έχοντας όμως μέσα μου αυτή την παγκόσμια φωνή διαμαρτυρίας που εκφράζει, το σέικ (σ.σ. διάβαζε το ροκ) ήρθε σαν φυσικό επακόλουθο».
Στα τέλη του 1966 ο Λοΐζος είχε αντιληφθεί –ποιος ξέρει από πού και πώς, μπορεί και από ένστικτο ή μπορεί και να είχε κάποια έξωθεν πληροφόρηση– τη δύναμη του ηλεκτρικού ήχου και τη δυνατότητά του συγχρόνως να εκφράσει μια μορφή αμφισβήτησης, μια μορφή διαμαρτυρίας. (Συνέβαινε ήδη κάτι τέτοιο στην Αμερική και αλλαχού, όταν το ροκ περνούσε από την εφηβεία στην ενηλικίωσή του).
Αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί εκείνη την περίοδο ο ήχος των ελληνικών συγκροτημάτων μπορεί από αισθητικής πλευράς, σε κάποιες περιπτώσεις, να μην είχε να ζηλέψει τίποτα από τον ήχο συγκροτημάτων του εξωτερικού, όμως η ταύτιση αυτού ακριβώς του ήχου, του μονίμως σχεδόν ταιριασμένου μ' ένα χαζοχαρούμενο και στη βάση του αντιδραστικό προφίλ, εμπόδιζε πολλούς να δουν στο σέικ, όπως το έλεγαν τότε (στο ροκ δηλαδή, όπως θα το λέγαμε τώρα), κάτι πέραν από τις... τσίχλες και τις κάλτσες που δώριζαν στους διαγωνισμούς τους οι Μοντέρνοι Ρυθμοί.
Ο Λοΐζος βάζει τα γυαλιά, εν ολίγοις, σε όλο το ποπ εποικοδόμημα της εποχής του, αλλά ακόμη και στους ίδιους τους συντρόφους του, στον Διονύση Σαββόπουλο π.χ., ο οποίος εκείνη την εποχή (τέλη '66) δεν είχε ακόμη αντιληφθεί τι σήμαινε ροκ.
Ποιο ήταν όμως αυτό το σέικ συγκρότημα, που θα έμπαινε στα «Νέγρικα» και που θα τα μετέτρεπε, πάραυτα, σε ηλεκτρικά;
Σ' εκείνη την πρώτη συναυλία της 19ης Δεκεμβρίου 1966 δεν είναι σίγουρο ποιοι αποτελούσαν την ορχήστρα των «Νέγρικων», αλλά σε μιαν επόμενη συναυλία τής 27ης Φεβρουαρίου 1967 είμαστε απολύτως βέβαιοι.
Στο βιβλίο των εκδόσεων Μετρονόμος δημοσιεύεται μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του στιχουργού Γιάννη Νεγρεπόντη (αργότερα την εντοπίσαμε και έγχρωμη, στο κανάλι tzilivak του YouTube) μπροστά από ένα ταμπλό εκείνου του live.
Φαίνονται καθαρά ο τόπος διεξαγωγής της συναυλίας (ο Πειραιάς ξανά), η ημερομηνία (27 Φεβρουαρίου), η «μικρή λαϊκή ορχήστρα» και ακόμη πιο κάτω, κομμένο σχεδόν το... Ορχήστρα Cinquetti. Θυμάμαι πως μόλις είχα δει τη συγκεκριμένη φωτογραφία, για πρώτη φορά, το μάτι μου είχε καρφωθεί εκεί.
Οι Cinquetti λοιπόν, δηλαδή ο Δημήτρης Ταμπόσης κιθάρα (με καριέρα στην Γαλλία αργότερα κ.λπ.), ο Αντώνης Τριανταφύλλου μπάσο (στους M.G.C. και στον Εξαδάκτυλο πιο μετά, δίπλα στον Δημήτρη Πουλικάκο), ο Κώστας Παπαϊωάννου ντραμς (στους Poll στις αρχές του '70) και κάποιος οργανίστας, που μάλλον ήταν ο Μάνος Κορομηλάς (όχι πάντως ο Λάκης Τζορντανέλλι, ο οποίος δεν είχε προσχωρήσει ακόμη στο γκρουπ) παίζουν στα «Νέγρικα» συνοδεύοντας την Μαρία Φαραντούρη, η οποία είχε δίπλα της, αυτή τη φορά, τον Γιώργο Μούτσιο. Λέει ο Γιάννης Νεγρεπόντης (πάντα από το βιβλίο του Μετρονόμου):
«Στην άλλη συναυλία ο Γιώργος Ζωγράφος αρρώστησε και εγώ είπα στον Μάνο να παρακαλέσω τον φίλο μου τον Γιώργο Μούτσιο. Μια άλλη διάσταση. Δεν ξέρω αν υπάρχει καν καμιά ταινία μαγνητοφώνου. Όμως και στον Μάνο και σε μένα ήταν μια εξαιρετική εντελώς εντύπωση. Μια εντύπωση τόσο δυνατή που μόνον ύστερα από χρόνια ξανάζησα με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, όταν τραγούδησε τα Νέγρικα στην Πλάκα».
Στο ίδιο βιβλίο υπάρχουν δύο ακόμη μαρτυρίες. Η πρώτη από τον Μανώλη Ρασούλη, ο οποίος το 1982 δεν θυμόταν καλά πότε παρουσιάστηκαν τα «Νέγρικα»:
«Ο Λοΐζος τα άφηνε όλα για το τέλος. Θυμάμαι που θα έδινε μια συναυλία στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς με τα 'Νέγρικα' το '65 –ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε ηλεκτρικές κιθάρες και ροκ χρωματισμούς– η συναυλία θα άρχιζε στις 8, ήταν 8:30 και στο φουαγέ ακόμη έκανε πρόβες για να στρώσει τα κομμάτια».
Και ο ποιητής Γιάννης Κοντός, το 2002:
«Και ερχόμαστε στον Φεβρουάριο του 1967. Μια φοιτητική εβδομάδα στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά όπου ανακατεύτηκα ενεργά μάς έφερε πάλι κοντά. Παρουσιάσαμε τα 'Νέγρικα' για πρώτη φορά. Πρώτος εκτελεστής ο Γιώργος Μούτσιος και τη δεύτερη φορά η τότε νεαρή τραγουδίστρια Μαρία Φαραντούρη. Η Ζωή Φυτούση είπε άλλα κεφάτα τραγούδια με μεγάλη επιτυχία. Η ορχήστρα ήταν ένα νέο συγκρότημα ροκ».
Μία επόμενη παρουσίαση των «Νέγρικων» φαίνεται πως πραγματοποιείται την 19η Απριλίου 1967 στο Θέατρο Κεντρικόν (δύο μέρες μετά την εμφάνιση των Rolling Stones στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας και δύο μέρες πριν το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου) σε μια συναυλία που είχε διοργανώσει η Ε.Φ.Ε.Ε. (Εθνική Φοιτητική Ένωση Ελλάδος). Πάντα από το βιβλίο του Μετρονόμου ο Θάνος Μικρούτσικος θυμάται:
«Ο Μάνος Λοΐζος (δεν είχε κλείσει ακόμα τα 30) παρουσίαζε τα 'Νέγρικα' τραγούδια, μ' έναν ιδιαίτερο τρόπο. Στο πιάνο έπαιζα εγώ (ήμουν 19 χρονών), σε ένα όργανο από τους προγόνους των λεγόμενων συνθεσάιζερ, που είχα στο σπίτι μου, έπαιζε ο Λοΐζος, κιθάρα ο Διονύσης Σαββόπουλος, τραγουδούσε η νεαρή τότε Μαρία Φαραντούρη και επίσης σε άλλα δύο όργανα ήταν δύο πολύ αξιόλογοι καλλιτέχνες εκείνης της εποχής, ο Τζίμης Τζιμόπουλος ένας από τους γνήσιους ροκάδες της δεκαετίας του '60, και ο Πετροπουλάκης».
Ο Γιάννης Πετροπουλάκης έπαιζε μπάσο στους U.L.S., στο πολύ καλό συγκρότημα του Σταμάτη Σπανουδάκη και του Γιάννη Κύρη, και λίγο πιο μετά στους M.G.C. Ο Τζίμης Τζιμόπουλος ήταν ο ντράμερ των Idols κι εκείνη την εποχή έμπαινε στην Ορχήστρα Λούκας.
Για την ίδια συναυλία υπάρχει άλλη μία μαρτυρία, του Διονύση Σαββόπουλου αυτή τη φορά, από το Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα του Στέλιου Κούλογλου (19/4/2007):
«Η Ε.Φ.Ε.Ε. ήθελε να κάνει μια συναυλία με τον Μάνο τον Λοΐζο, ο οποίος θα παρουσίαζε τα 'Νέγρικα', αυτή ήταν η δουλειά. Είχε φτιάξει ένα γκρουπ ο Μάνος, το οποίο πιέστηκε από την αστυνομία και τον άφησε σύξυλο, 'δεν ερχόμαστε', που την οργανώνει η Ε.Φ.Ε.Ε. δηλαδή και τα λοιπά, 'δεν ερχόμαστε'. Και τι θα κάνουμε τώρα; Φτιάξαμε εκ των ενόντων μία ορχηστρούλα πολύ ερασιτεχνική. Εγώ πήρα ηλεκτρική κιθάρα, στο πιάνο ήταν ο Θάνος Μικρούτσικος, μπάσο έπαιζε ο Πετροπουλάκης που πλέον είναι παραγωγός θεαμάτων, δεν ξέρω, κάτι φέρνει από το εξωτερικό. Ποιος ήταν ντράμερ; Α, ο Τζιμόπουλος, έτσι νομίζω λεγότανε. Νομίζω και ο αδελφός του Θάνου Μικρούτσικου κάτι έκανε μέσα εκεί, και η Φαραντούρη βέβαια. Κάναμε την συναυλία στο Κεντρικό, καλά πήγαμε, μολονότι δεν ξέραμε πολύ καλά και τι παίζαμε, αλλά είχαμε πάθος».
Τα «Νέγρικα» [MINOS] κυκλοφόρησαν, όπως προείπαμε, τον Δεκέμβριο του 1975 (ηχογράφηση 26 Σεπτεμβρίου 1975-19 Νοεμβρίου 1975).
Εκεί, στη μέσα μεριά του εξωφύλλου του δίσκου, υπάρχει ένα σημείωμα του Μάνου Λοΐζου. Λέει ο συνθέτης:
«Τα Νέγρικα γράφτηκαν αρχές του '67 (σ.σ. σίγουρα είχαν γραφτεί το 1966). Παρουσιάστηκαν σε φοιτητικές συναυλίες της εποχής εκείνης. Για πρώτη φορά –το Φεβρουάριο– στη Φοιτητική Εβδομάδα της Ανωτάτης Βιομηχανικής με τη Φαραντούρη και τον Ζωγράφο (σ.σ. όπως είπαμε η πρώτη φορά ήταν όντως με τη Φαραντούρη και τον Ζωγράφο, αλλά όχι τον Φεβρουάριο του '67, αλλά τον Δεκέμβριο του '66), για τελευταία φορά –19 Απριλίου– στη συναυλία της ΕΦΕΕ με τη Φαραντούρη και τον Σαββόπουλο. Μερικά απ' αυτά τα τραγούδια ακούστηκαν κατά καιρούς σε διάφορες μπουάτ. Τα Νέγρικα βγαίνουν τώρα για πρώτη φορά σε δίσκο μια και η δικτατορία τ' απαγόρευε όλα αυτά τα χρόνια. Δεν κάναμε καμιά αλλαγή στη μουσική ούτε και στο στίχο. Μια μικρή μόνο διόρθωση αντί "τι θέλουν τα παιδιά μας στο Βιετνάμ" βάλαμε "... στα Βιετνάμ". Όσο για κάποιες διαφορές στον τρόπο που τραγουδά η Μαρία ή στον ήχο της ορχήστρας, οφείλονται βέβαια στα χρόνια που μεσολάβησαν».
Γιατί όμως η δικτατορία «απαγόρευε όλα αυτά τα χρόνια» τα «Νέγρικα»;
Ποιος, στ' αλήθεια, θα είχε πρόβλημα με τους στίχους των τραγουδιών «Ο γέρο Νέγρο Τζιμ», «Τι έχουν να χωρίσουνε», «Προσευχή», «Στον πόλεμο ο Τζο», «Για δυο δολλάρια», «Κρίμα σε σένα Νέγρο Μπιγκ»;
Εντάξει, η «πόρνη η Τζέην» μπορεί να μην πέρναγε, δεν θα πέρναγε ενδεχομένως και το «τι ξέρουν οι λευκοί απ' το Χριστό», όπως επίσης και το «μάρτυράς μου η νέγρα η Παναγιά», μπορεί και τίποτ' άλλο που δεν το βάζει ο νους μας...
Πότε, όμως, υπέβαλε τα τραγούδια ο Λοΐζος και του τα απέρριψε η λογοκρισία; Και γιατί μετά το 1970, όταν είχε ήδη κάνει μέγιστες επιτυχίες o Λοΐζος (για παράδειγμα το «στην απάνω γειτονίτσα μ' αγαπάνε δυο κορίτσια...» ακουγόταν όσο και η «Κυρά-Γιώργαινα») δεν επιχείρησε να περάσει και τα «Νέγρικα»; Κι εν πάση περιπτώσει, ούτε ο πρώτος δίσκος θα ήταν ούτε ο τελευταίος, στον οποίον θα άλλαζαν κάποιες λέξεις στο δρόμο προς την κυκλοφορία του.
Ποιος ήταν ο λόγος λοιπόν που δεν υπήρχε, ποτέ, περίπτωση να τυπωθεί αυτό το LP επί δικτατορίας, κατ' αρχάς την περίοδο 1967-1970; Ένας και μοναδικός. Ο ποιητής Γιάννης Νεγρεπόντης ανήκε στην ΕΔΑ, ήταν αριστερός. Μάλιστα με τον ερχομό της χούντας πήρε πάραυτα πασαπόρτι για τη Γυάρο και τη Λέρο, παραμένοντας εξόριστος για τρία χρόνια. Άρα, την περίοδο 1967-1970, ήταν «κομμένος» από το καθεστώς οτιδήποτε και αν έγραφε.
Μάλιστα στο βιβλίο τού Μετρονόμου διαβάζουμε πως ακόμη και δύο τραγούδια τού Λοΐζου, σε στίχους Νεγρεπόντη, που θα τα έλεγε η Μαρινέλλα κι είχαν ηχογραφηθεί το '67 («Πού να σε βρω», «Έλα λεβέντη μου») δεν κυκλοφόρησαν ποτέ κανονικά. Διαβάζουμε επί λέξει:
«Αν και προορίζονταν να κυκλοφορήσουν σε δίσκο 45 στροφών, αυτό, για άγνωστους λόγους, δεν έγινε ποτέ...».
Οι λόγοι δεν ήταν καθόλου «άγνωστοι» βεβαίως (αν τα τραγούδια κόπηκαν επί δικτατορίας, όπως είναι και το πλέον πιθανόν). Ο Νεγρεπόντης ήταν αριστερός, κι αυτό για τους λογοκριτές αρκούσε. Πάντως αυτά τα δύο τραγούδια, του Λοΐζου και του Νεγρεπόντη, είχαν ακουστεί εκείνη την εποχή στην ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου Τρούμπα '67, από άλλη τραγουδίστρια, την Καίτη Θεοχάρη. Μάλιστα το ένα, το «Πού να σε βρω», είχε και διαφορετικούς «επικίνδυνους» στίχους, καθώς στο φιλμ ακούμε την Θεοχάρη να τραγουδάει τα εξής: «Χαφιέδες κι αλήτες / προστάτες και πόρνες / τα ίδια πουλάμε / κι ο ένας στον άλλον, για όσα μας φταίνε / ποτέ δεν μιλάμε». Πώς επετράπη αυτό το τραγούδι, ενώ το άλλο, που είχε στίχους ανώδυνους, κόπηκε; Είναι απλό. Η ταινία του Γρηγορίου είχε προβληθεί, σε πρώτη προβολή, τον Φεβρουάριο του '67, πριν την δικτατορία, και το τραγούδι του Νεγρεπόντη (και του Λοΐζου), που το επώνυμό του φαίνεται και στους τίτλους αρχής, είχε «περάσει» χωρίς πρόβλημα.
Το 1971 τα πράγματα, προς την κατεύθυνση των εντύπων τουλάχιστον, έχουν χαλαρώσει. Ο Γιάννης Κακουλίδης τυπώνει τον Απρίλιο εκείνης της χρονιάς το βιβλίο του Το Ελληνικό Τραγούδι [Περγαμηνή / Διεθνής Επικαιρότητα], στο οποίο διαβάζουμε κείμενα και στίχους τραγουδιών. Ανάμεσα σε άλλα ανθολογούνται για πρώτη φορά και δύο κομμάτια από «Τα Νέγρικα», με τα λόγια του Γιάννη Νεγρεπόντη. «Ο γέρο νέγκρο Τζιμ» και «Στον πόλεμο ο Τζο». (Στην μεταπολίτευση πια, το 1976, οι στίχοι θα κυκλοφορούσαν στο βιβλίο του Νεγρεπόντη Τραγούδια, από τις εκδόσεις Ατέρμων).
Την ίδια χρονιά (1971) ο Γιάννης Νεγρεπόντης, που έχει γυρίσει εν τω μεταξύ από την εξορία, εκδίδει τα ποιητικά Άδιον Ουδέν Έρωτος και Φυλάττειν Θερμοπύλας, ενώ μέσα στη δικτατορία (τον Οκτώβριο του '73) κυκλοφορούν και τα «Μικροαστικά» του σε κόκκινο(!) βινύλιο και σε μουσικές του Λουκιανού Κηλαηδόνη.
Ξανακούγοντας λοιπόν τα «Μικροαστικά» –ένα απολύτως πολιτικό άλμπουμ που έχει σίγουρο και σαφή προοδευτικό λόγο, και που γνώρισε μεγάλη επιτυχία, από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας του–, διερωτώμεθα ποιον θα ενοχλούσε η κορωνίδα των «Νέγρικων»: «Όσο η σιωπή είναι χρυσός/ τόσο του νέγρου ο ιδρώς/ για το λευκό είν' θησαυρός/ στράφι του νέγρου ο θυμός».
Εξάλλου το θέμα του ρατσισμού έναντι των μαύρων στην Αμερική δεν ήταν εκτός ελληνικής επικαιρότητας εκείνα τα χρόνια. Γράφανε οι πάντες. Και οι εφημερίδες, και τα περιοδικά, και τα βιβλία, όπως διαβάζουμε και εδώ.
Αν «Τα Νέγρικα» ήταν αδύνατον να κυκλοφορούσαν την περίοδο 1967-70 (για τον λόγο που αναφέρθηκε), θα μπορούσε κάλλιστα να είχαν κυκλοφορήσει το 1973. Όμως και αυτό, ενδεχομένως, δεν θα μπορούσε να συμβεί, επειδή η Μαρία Φαραντούρη, που δικαιωματικά θα ήταν η ερμηνεύτρια των «Νέγρικων», δεν βρισκόταν εκείνη την εποχή στην Ελλάδα. Έπρεπε, δηλαδή, να πέσει η χούντα, ώστε να επιστρέψει η Φαραντούρη από το εξωτερικό και να ηχογραφηθεί το άλμπουμ. Πάντως η ευκαιρία, ούτως ή άλλως, είχε χαθεί.
Δεν θέλουμε να πούμε πως «Τα Νέγρικα» που ξέρουμε δεν αξίζουν (απεναντίας, πρόκειται για έναν από τους ωραιότερους ελληνικούς δίσκους!), αλλά να... αλλιώς θα ήταν αν είχε προλάβει ο Λοΐζος να τα ηχογραφήσει με τους Cinquetti τους πρώτους μήνες του '67 (πριν την έλευση της δικτατορίας δηλαδή). Κάτι τέτοιο θα σήμαινε πολλά. Και για τον Λοΐζο και για το ανυπόληπτο ελληνικό ροκ, αλλά και για το ελληνικό τραγούδι γενικότερα. Προσωπικά, μένω χρόνια με την ελπίδα μήπως και έχει κάτι διασωθεί από 'κείνες τις συναυλίες...
Το Φθινόπωρο του 1975 ηχογραφούνται λοιπόν «Τα Νέγρικα», στο στούντιο της Columbia, με την ιδιαίτερη ενορχήστρωση του Μάνου Λοΐζου, την Μαρία Φαραντούρη σε μεγάλη φόρμα και από κοντά τον Μανώλη Ρασούλη, που ανοίγει και κλείνει το άλμπουμ.
Στην ορχήστρα, μερικοί από τους καλύτερους μουσικούς της εποχής. Οι Τάσος Καρακατσάνης και Κώστας Γανωσέλης ήταν στο πιάνο, οι David Grunstein, Κώστας Νικολόπουλος και Τούλης Μαγκαφάς στις ηλεκτρικές κιθάρες και το μπάντζο, ο Γιάννης Ζουγανέλης στην τούμπα, ο Θεόφιλος Καρδάμης στο κλαρίνο, ο Μιχάλης Τριπολιτσιώτης στο μπάσο, οι Τάκης Γκοβόστης και Τάσος Διακογιώργης σε ντραμς και κρουστά, ο Κίμων Βασιλάς σε ακορντεόν και όργανο, ο Μάνος Αβαράκης στην οκαρίνα, ο Τάσος Πουλημένος στο φλάουτο και ο Γιώργος Κατσικάκης στο τσέλο.
Εδώ, όμως, ο Μάνος Λοΐζος είναι μόνος με την κιθάρα του...
Πηγή: https://www.lifo.gr (Φώντας Τρούσας)
コメント