Καθημερινά στο Nikostereo από Δευτέρα ως Παρασκευή 6:00μμ - 8:00μμ σε 12 επεισόδια. Έναρξη αφιερώματος, 25η Μαρτίου 2021
Ο Τζίμης Πανούσης συναντά το λόγο του Στρατηγού Μακρυγιάννη, διαβάζοντας τα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη σε 60 ημίωρα επεισόδια τα οποία ηχογραφήθηκαν για την Ελληνική Ραδιοφωνία. Η ραδιοφωνική σκηνοθεσία είναι του Γιώργου Ν. Ευσταθίου, οι μουσικές στίξεις του Δημήτρη Αρσενόπουλου, τον ήχο επιμελήθηκαν ο Θάνος Καλέας και ο Γιάννης Λαμπρόπουλος.
Το 1829, αμέσως μετά το τέλος της Ελληνικής Επανάστασης (1821), ο Στρατηγός Μακρυγιάννης άρχισε να γράφει τα Απομνημονεύματά του, τα οποία αποτελούν έκτοτε, την σημαντικότερη ίσως και εξαιρετικά πολύτιμη ιστορική πηγή για τα γεγονότα εκείνης της περιόδου. Το έργο που ξεκίνησε στο Άργος το συνέχισε στο Ναύπλιο και κυρίως στην Αθήνα. Τα χειρόγραφα του Μακρυγιάννη ανακάλυψε αργότερα ο ιστοριοδίφης και συγγραφέας Γιάννης Βλαχογιάννης (1867 – 1945) όπου και εξέδωσε το 1907.
Στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης
«Ξέρετε πότε να λέγη ο καθείς "εγώ"; Οταν αγωνιστή μόνος του να φκιάση, ή χαλάση, να λέγη "εγώ", όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε "εμείς". Είμαστε εις το "εμείς" και όχι εις το "εγώ"...».
Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, όπως αποδεικνύεται από τα ιστορικά ντοκουμέντα και όσα αναφέρονται στα «Απομνημονεύματα» ήταν μια πολυσύνθετη προσωπικότητα, με ξέχωρα προτερήματα και πολλές ικανότητες. Υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές στρατιωτικές φυσιογνωμίες του καιρού του, αλλά συνάμα και ένας αξιόλογος πολιτικός και οξυδερκής διπλωμάτης. Αυτοδημιούργητος στρατιωτικός ηγέτης δεν έδειξε ενδιαφέρον μόνο για όσα είχαν σχέση με το στρατιωτικό μέρος του αγώνα, αλλά ενδιαφέρθηκε σοβαρά και για τα πολιτικά δρώμενα στην εποχή του, για το πολίτευμα της Ελλάδας καθώς και για τα πολιτισμικά πράγματα.
Το 1820, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, άγνωστο από ποιόν, αφού ο ίδιος δεν τον ονομάζει στα Απομνημονεύματά του, είχε την ιδιότητα του κληρικού-οικονόμου.
Τον Αύγουστο του 1821, μαζί με δεκαοχτώ άντρες από την Άρτα, με την ιδιότητα του μπουλουκτζή, και σε συνεργασία με το ένοπλο σώμα του Γώγου Μπακόλα, πήρε μέρος στη Μάχη του Σταυρού στα Τζουμέρκα, στη νικηφόρα μάχη του Πέτα και στην πολιορκία της Άρτας (Νοέμβριος 1821) και την εκπόρθησή της.
Το 1823 συνεργαζόμενος με το σώμα του Νικηταρά συμμετείχε σε μια σειρά στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Στερεά Ελλάδα. Κατά την έναρξη των εμφυλίων συγκρούσεων το 1823, ο Ιωάννης Μακρυγιάννης βρέθηκε αρχικά στο πλευρό της μερίδας του Κολοκοτρώνη. Ερχόμενος όμως σε σύγκρουση με τον Κολοκοτρώνη, τάχθηκε υπό τις διαταγές των αντιπάλων του και πολέμησε κατά της μερίδας του Κολοκοτρώνη στην Τριπολιτσά, την οποία οι κυβερνητικοί κατέλαβαν τον Μάρτιο του 1824.
Σε όλο το διάστημα της εμφύλιας σύγκρουσης, ο Μακρυγιάννης αναφέρει πως η κυβέρνηση Κουντουριώτη πλήρωνε αφειδώς τα ρουμελιώτικα σώματα, για να πολεμούν τους Πελοποννήσιους. Τα χρήματα αυτά προέρχονταν από το διαβόητο αγγλικό δάνειο και αντί να χρησιμοποιηθούν για την ελευθερία της πατρίδας, ξοδεύτηκαν για την αντιμετώπιση των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος. Ο Μακρυγιάννης επέστρεψε στο Ναύπλιο. Εκεί παρουσιάστηκε στη διοίκηση και αρνήθηκε κάθε νέα εμπλοκή στις εμφύλιες συγκρούσεις.
«Είπα της Κυβέρνησης ότι εγώ σε εφύλιον πόλεμον, και νόμους φκειάνοντας, δεν ματαμπαίνω μπεζέρισα να μου δώσουνε μίαν διαταγή να πάγω εις Ρούμελη ν᾿ αγωνιστώ δια τους Τούρκους, ειδέ να διαλύσω το σώμα μου ή βάλτε άλλον κ᾿ εγώ κάθομαι ως απλός πολίτης όμως δια εφύλιον πόλεμον διαταγή δεν μάτα ακούγω»
Μετά την Επανάσταση, ο Μακρυγιάννης μαχόταν για τη διεύρυνση των δικαιωμάτων και ελευθεριών των λαϊκών τάξεων. Μετείχε στο κίνημα της 3ης του Σεπτέμβρη του 1843 που απαιτούσε την κατάργηση της απόλυτης μοναρχίας με την υιοθέτηση Συντάγματος. Το 1851 πιάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο με την κατηγορία για συνωμοσία κατά του βασιλιά. Έμεινε στη φυλακή δυο χρόνια για να αποφυλακιστεί το 1854, με την υγεία του τσακισμένη από τις κακουχίες και τη βαναυσότητα της φυλακής. Απομονωμένος στο σπίτι του και λίγες μέρες μετά την προαγωγή του από την τότε κυβέρνηση στο βαθμό του αντιστράτηγου, ο Μακρυγιάννης πέθανε.
Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα
Ο Μακρυγιάννης άρχισε να γράφει τα Απομνημονεύματά του στο Άργος, όταν υπηρετούσε την Κυβέρνηση Καποδίστρια ως αρχηγός της εκτελεστικής δυνάμεως Πελοποννήσου, και συγκεκριμένα από τις 26 Φεβρουαρίου, 1829. Όπως αναφέρεται σε μεταγενέστερο πρόλογό του, που τον έγραψε κατά το 1850, όταν ξαναδιάβασε το έργο αντικατέστησε τα τρία πρώτα φύλλα του, που είχαν σαπίσει από την υγρασία, με άλλα όμοια, κατά την ουσία και όχι κατά γράμμα. Το έργο που ξεκίνησε στο Άργος το συνέχισε στο Ναύπλιο και κυρίως στην Αθήνα. Η επιλογή να καταγράψει τα γεγονότα όπως τα έζησε «υποδεικνύει πως ο Μακρυγιάννης είχε διαμορφώσει, από πολύ νωρίς, μια προωθημένη αντίληψη για το βάρος που έχει η γραπτή αποτύπωση των γεγονότων».
Ήταν από τους πρωταγωνιστές της επανάστασης του 1821 που είδε τα αληθινά κίνητρα των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης να ενδιαφερθούν γι' αυτή την εξέγερση των Ελλήνων και να αναμειχθούν ενεργά. Μάλιστα, καθώς τα είχε αποκαλύψει, υποστήριξε με σιγουριά πως είχαν έρθει τελικά με το μέρος της Ελλάδας για το δικό τους συμφέρον. Κι ακόμα, καθώς είχε επισημάνει την κακή συμπεριφορά τους απέναντι στους πατριώτες αγωνιστές και το λαό, τους αποκαλούσε «σκύλους»
Τα Απομνημονεύματα έχουν μελετηθεί από άποψη πολιτική, εθνική, γλωσσική, λεξικογραφική, γραμματική, υφολογική, λαογραφική και πολιτισμική, ενώ έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά και Γερμανικά. Για τον Δημαρά, «δεν είναι αντικειμενικός, το έργο του δεν είναι μια μαρτυρία, είναι ένα τεκμήριο[...] τ'απομνημονεύματά του δονούνται ακόμα από τα πάθη των εμφύλιων σπαραγμών». Όσο για τη γλώσσα του ο Δημαράς τη θεωρεί σχεδόν ανόθευτη, ενώ το ύφος του είναι «κοντά στην ψυχή του». Ο Πολίτης, τα θεωρεί, ως την «πιο έγκυρη αποτύπωση του ήθους των αγωνιστών του Εικοσιένα». Ο Βίττι αναφέρει, «Σ' αυτόν τον ορμητικό τόνο είναι γραμμένο όλο το βιβλίο. Η γοητεία οφείλεται στην προφορικότητα του λόγου, που δεν υποτάσσεται σε μια συστηματική χρήση της δημοτικής αφού χρησιμοποιεί τύπους και εκφράσεις της γραφειοκρατίας και της δημοσιογραφίας». Για τον καθηγητή του Παντείου, Νίκο Θεοτοκά, «η βίωση και ερμηνεία της ιστορίας οργανώνονται ως απολογία και υποθήκη του ίδιου του ήρωα, του πατριδοφύλακα, προς τους συγχρόνους του και τις μεταγενέστερες γενιές» Σύμφωνα με τον Κυριάκο Σιμόπουλο, «ο Μακρυγιάννης είναι ειλικρινής αλλά όχι αντικειμενικός, αυθόρμητος αλλά όχι πάντοτε αξιόπιστος, ακέραιος αλλά όχι ανεπηρέαστος. Υπάρχει παρρησία και αρετή αλλά συχνά όχι φερεγγυότητα. Δίνει παραστατικά την ατμόσφαιρα αλλά όχι το ακριβές περίγραμμα, προσφέρει μια εκδοχή του γεγονότος, με τη δική του όραση, αλλά όχι το αυθεντικό γεγονός. Ούτε το βάθος ούτε τις προεκτάσεις»
*Οι εκπομπές που αναδημοσιεύουμε δημιουργήθηκαν στα πλαίσια αφιερώματος του Τρίτου Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας το 2012.
Comments